- πάναγρον
- πάναγρονfishing-neut nom/voc/acc sgπάναγροςcatching allmasc/fem acc sgπάναγροςcatching allneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάναγρον — πάναγρον, τὸ (Α) 1. αλιευτικό ή θηρευτικό δίχτυ 2. μεγάλο κλουβί που χρησιμοποιείται για σίτιση διαλεγμένων πουλερικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πάναγρος] … Dictionary of Greek
πανάγρου — πάναγρον fishing neut gen sg πάναγρος catching all masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγρων — πάναγρον fishing neut gen pl πάναγρος catching all masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγρῳ — πάναγρον fishing neut dat sg πάναγρος catching all masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάναγρα — πάναγρον fishing neut nom/voc/acc pl πάναγρος catching all neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)